Αττικά, 400 χρονογραφήματα του Κώστα Βάρναλη (1939-1958)
Από το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, ο οποίος επιμελήθηκε τον τόμο έτσι θαυμάσια όπως επιμελήθηκε και τις άλλες 2 συλλογές άρθρων του Βάρναλη που έχουμε εκδώσει μέχρι τώρα.
Μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αρχείο, σε δική μου επιμέλεια, ένας τόμος με 400 χρονογραφήματα του Κώστα Βάρναλη που έχει τον τίτλο «Αττικά». Όπως αφήνει να εννοηθεί ο τίτλος, πρόκειται για χρονογραφήματα που έχουν ως αντικείμενο την Αθήνα και την Αττική, τα τοπία και τους ανθρώπους της πόλης και την καθημερινή ζωή τους.
Να θυμίσω ότι από τις ίδιες εκδόσεις έχω παρουσιάσει δύο άλλους τόμους με δημοσιογραφικά κείμενα του Βάρναλη: τα Γράμματα από το Παρίσι και το Τι είδα εις την Ρωσσίαν των Σοβιέτ.
Τα χρονογραφηματα που περιλαμβάνονται στα «Αττικά» δημοσιεύτηκαν σε τέσσερις εφημερίδες της Αθήνας από το 1939 έως το 1958, τις εξής:
Πρωία, 1939-1944 Προοδευτικός Φιλελεύθερος, 1950-1953 Προοδευτική Αλλαγή 1953 Αυγή 1953-1958
Βέβαια, ο Βάρναλης πρωταρχικά ποιητής ήταν και δίκαια καταλαμβάνει μια από τις πρώτες θέσεις στο λογοτεχνικό μας στερέωμα· ωστόσο, η συνεργασία του με τις εφημερίδες και μακρόχρονη αλλά και πολύ δημιουργική· ήταν άλλωστε και βιοποριστικά απαραίτητη: μετά την απόλυσή του για πολιτικούς λόγους από τη Μέση Εκπαίδευση, ο ποιητής βρέθηκε στην ανάγκη να κερδίζει το ψωμί του με την πένα του, δουλεύοντας πρώτα ως συνεργάτης σε λεξικά και εγκυκλοπαίδειες κι έπειτα με τακτική, και αργότερα καθημερινή, συνεργασία με εφημερίδες.
Οπότε, η ενασχόληση του Βάρναλη με το χρονογράφημα είναι απόρροια της ενασχόλησής του με τη δημοσιογραφία, και ο χρονογράφος Βάρναλης είναι συνέχεια του δημοσιογράφου Βάρναλη, που είναι άλλωστε και το επάγγελμα από το οποίο συνταξιοδοτήθηκε, από την Αυγή το 1958, αφού, εκτός λάθους, δεν του αναγνωρίστηκε συνταξιοδοτικό δικαίωμα από την προηγούμενη δημοσιοϋπαλληλική θητεία του στην εκπαίδευση (1908-1926).
Το χρονογράφημα είναι είδος εφήμερο, που βρίσκεται στις παρυφές της λογοτεχνίας, αλλα που το υπηρέτησαν κορυφαίοι λογοτέχνες, από τον Ροΐδη και τον Κονδυλάκη ίσαμε τον Παπαντωνίου και τον Νιρβάνα, και φυσικά τον Βάρναλη.
Ως είδος εφήμερο, που δημοσιεύεται σε μέσο εφήμερο, το χρονογράφημα αντέχει λιγότερο στον χρόνο από άλλα είδη, κακογερνάει θα λέγαμε. Ωστόσο, τα χρονογραφήματα των μεγάλων λογοτεχνών, ιδίως όταν δεν αναφέρονται σε ξεχασμένα πια περιστατικά της πολιτικής επικαιρότητας, διατηρούν την αξία τους σε δυο επίπεδα. Καταρχάς, δίνουν στον αναγνώστη την ευκαιρία να γνωρίσει μιαν ακόμα πτυχή του έργου του λογοτέχνη. Έπειτα, τα χρονογραφήματα ενός μεγάλου μάστορα (όπως ήταν ο Βάρναλης) έχουν για τους αναγνώστες των επόμενων γενεών και μιαν άλλη αξία, ότι μας δίνουν την ευκαιρία να γνωρίσουμε μια εικόνα της ζωής πριν από μερικές δεκαετίες, για πράγματα που έχουν αλλάξει ανεπιστρεπτί: ας πούμε, πώς ήταν η ζωή στην Αθήνα αμέσως πριν ή αμέσως μετά τον πόλεμο; Ή, πώς συμβίωναν οι πεζοί και τα αυτοκίνητα σε μιαν Αθήνα χωρίς φωτεινούς σηματοδότες;
Από τα παλιά χρονογραφήματα λοιπόν παίρνουμε μιαν εικόνα για το πώς ζούσαν οι πατεράδες ή οι παππούδες μας, που δεν μας τη δίνει η μεγάλη ιστορία. Γι’ αυτό και δεν είναι ασυνήθιστο να εκδίδονται ανθολογίες ή και πλήρεις συλλογές με τα χρονογραφήματα που έγραψαν οι μεγάλοι του είδους, είτε σε χρονολογική είτε σε θεματική ταξινόμηση, ακόμα και σε πολλούς τόμους (ο Νιρβάνας εξέδωσε οχτώ τόμους με χρονογραφήματά του, οργανωμένα θεματικά).
Τα χρονογραφήματα του Βάρναλη έχουν μιαν επιπλέον αξία: ότι γράφτηκαν σε μιαν εποχή που ο Βάρναλης είχε (σχεδόν) σταματήσει να γράφει λογοτεχνία, οπότε στα χρονογραφήματα κυρίως διοχέτευε ο Βάρναλης την ποιητική του διάθεση, γι’ αυτό και πολλά από τα κομμάτια του τόμου αυτού δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από καθαυτό λογοτεχνικά έργα.
Τα χρονογραφήματα του Βάρναλη δεν περνούσαν απαρατήρητα στην εποχή τους. Πολλά έδωσαν αφορμή για έντονες συζητήσεις, εντάχθηκαν στην αντιπαράθεση των ιδεών της εποχής τους (όπως, ας πούμε, η τετράδα χρονογραφημάτων «Περί σκότους» το 1942, που την παρουσιάσαμε και εδώ) και διαβάζονταν με πολλή προσοχή τόσο από επώνυμους όσο και από ανώνυμους. Στο αρχείο Βάρναλη, πέρα από τις άφθονες επιστολές απλών αναγνωστών που εκφράζουν τον θαυμασμό τους για το τάδε ή το δείνα χρονογράφημα, υπάρχουν επίσης γράμματα λογίων (Ν. Β. Τωμαδάκης, Μ. Καραγάτσης, Κώστας Μπίρης, Γιώργος Κοτζιούλας) σχετικά με ζητήματα που είχε θίξει ο Βάρναλης σε κάποιο χρονογράφημά του ή με απορίες που είχε εκφράσει. Είναι δηλαδή σαφές ότι τα χρονογραφήματα του Βάρναλη στην εποχή τους αποτελούσαν πνευματικό γεγονός και καθημερινό ανάγνωσμα. (Πάντως υπάρχουν στο αρχείο και μερικές ανώνυμες υβριστικές επιστολές: ένας ανώνυμος ρωτάει τον διευθυντή της Πρωίας πώς ανέχεται έναν απαίσιο συνεργάτη που «ρίχνει φαρμακερές σαΐτες εναντίον των χριστιανικών μας παραδόσεων», ενώ ένας άλλος, αγανακτισμένος για τον δημοτικισμό του Βάρναλη, λυπάται που «οι ενταύθα Γερμανοί δεν ηξεύρουν ελληνικά για να σε γραπώσουν και σε τακτοποιήσουν»!)
Μέχρι σήμερα, η μόνη ανθολογία χρονογραφημάτων του Βάρναλη που έχει εκδοθεί είναι του Γιώργου Ζεβελάκη, ο οποίος, κάνοντας υποδειγματική δουλειά, συγκέντρωσε 80 χρονογραφήματα των ετών 1942 και 1943 στον τόμο Φέιγ βολάν της Κατοχής (Καστανιώτης 2007). Άρα, ο μεγάλος όγκος των βαρναλικών χρονογραφημάτων παραμένει δυσπρόσιτος στο νεότερο κοινό κι έτσι η έκδοσή τους εκπληρώνει ένα χρέος προς τα γράμματά μας, αν και βέβαια παραμένει πάντοτε ανεξόφλητο ένα πολύ μεγαλύτερο χρέος, αφού ο σημερινός αναγνώστης εξακολουθεί να μην έχει πρόσβαση στο σύνολο των ποιημάτων του Βάρναλη!
Συνολικά τα χρονογραφήματα του Βάρναλη ξεπερνούν τα 3500. Από αυτά διάλεξα και παρουσιάζω στον τόμο αυτόν 400. Τα περισσότερα δημοσιεύτηκαν στην Πρωία την περίοδο 1941-1944, επί Κατοχής -η περίοδος της Κατοχής υπεραντιπροσωπεύεται, επειδή την περίοδο εκείνη δεν υπήρχε πολιτική επικαιρότητα, οπότε ο χρονογράφος αναγκαστικά στρεφόταν περισσότερο σε φυσιολατρικά θέματα.
Στα κείμενα του τόμου πρωταγωνιστεί η πόλη, η Αθήνα, και οι εξοχές της Αττικής, αλλά βέβαια και οι άνθρωποι, ενταγμένοι όμως στο περιβάλλον. Ο Βάρναλης κατοικούσε τότε στην οδό Δημοχάρους 43 στο Κολωνάκι, κοντά στη Γεννάδειο βιβλιοθήκη, ενώ και προηγουμένως κάτοικος του κέντρου της (πολύ μικρότερης από σήμερα) Αθήνας ήταν, αφού πριν κατοικήσει στη Δημοχάρους έμενε στην οδόν Ιασίου 4Α και πρωτύτερα στην οδό Θησέως 7 (κάθετο στην Κολοκοτρώνη) και πιο πριν στη Ζαλοκώστα 9. Είναι δηλαδή ο Βάρναλης κατεξοχήν Αθηναίος, παρόλο που δεν γεννήθηκε στην Αθήνα, και για έναν λόγο παραπάνω: επειδή, σε αντίθεση με όλους σχεδόν τους συγκαιρινούς του, δεν είχε αναφορές στην ελληνική επαρχία, κτηματική περιουσία ή συγγενείς «στο χωριό»· ήταν, δηλαδή, εκατό τοις εκατό Αθηναίος –και συχνά στα χρονογραφήματά του αναθυμιέται την Αθήνα του παλιού καιρού, όπως την είχε γνωρίσει από το 1902 κιόλας, όταν ήρθε να σπουδάσει από τη Βουλγαρία (στην οποία ποτέ δεν επέστρεψε).
Έτσι εξηγούνται οι πολλές αναφορές στο Κολωνάκι και ειδικότερα στη γειτονιά της Γενναδείου, αλλά βέβαια τα χρονογραφήματά του διατρέχουν όλο το κέντρο της Αθήνας, με τα πόδια ή με τα μέσα μαζικής μεταφοράς της εποχής. Τα πεζοδρόμια ήταν γεμάτα κόσμο, αφού τα ιδιωτικά αυτοκίνητα ήταν ελάχιστα και το διακεκομμένο ωράριο πολλαπλασίαζε τις μετακινήσεις στο κέντρο. Την εποχή εκείνη άλλωστε οι άνθρωποι περπατούσαν πολύ, ειδικά στην Κατοχή που οι συγκοινωνίες λειτουργούσαν υποτυπωδώς. Χαρακτηριστικές είναι κάποιες πεζοπορικές εκδρομές που περιγράφει ο Βάρναλης, για παράδειγμα από το κέντρο της Αθήνας στο Μενίδι με τα πόδια.
Μαζί με την πόλη βέβαια γνωρίζουμε και τον ίδιο τον Βάρναλη, πολύ περισσότερο σε τούτα τα χρονογραφήματα παρά στις φιλολογικές επιφυλλίδες ή σε άλλα χρονογραφήματα με θέμα γλωσσικό ή πολιτικό. Μαθαίνουμε τις συνήθειές του, τις συμπάθειες και τις αντιπάθειές του: ο Βάρναλης δεν αντέχει τη ζέστη, τον ήλιο τον θέλει μόνο τον χειμώνα, λατρεύει όμως τη θάλασσα, αν και αυτό το ξέραμε κι από την ποίησή του· αγαπά τις εκδρομές αλλά όχι την πολυκοσμία ή τις φορτικές παρέες· συμπαθεί τον γάιδαρο και τα σπουργίτια, αντιπαθεί τις χουρμαδιές και τις πιπεριές, ανησυχεί για το δάσος που καταστρέφεται από την επέκταση της πόλης ή τους λαθροϋλοτόμους, ενώ με δέος αντιμετωπίζει την κάμπια που ασχημίζει τα πευκοδάση. Έχει οξεία την όσφρηση και κάμποσα χρονογραφήματα είναι αφιερωμένα σε έντονες μυρωδιές (σαλαμούρα, σκόρδο) τόσο παραστατικά που ο αναγνώστης νιώθει σχεδόν τη βαριάν οσμή.
Όπως κάθε χρονογράφος, πολλές φορές ο Βάρναλης ανεβάζει στη σκηνή και το άλτερ έγκο του: ο φίλος μου ο παραδοξολόγος, ο γερογκρινιάρης φίλος μου, ένας παλιός ταξιδευτής κτλ. δεν είναι παρά περσόνες του ίδιου του Βάρναλη.
Τα χρονογραφήματα του Βάρναλη είναι γραμμένα με κέφι, με τη χαρακτηριστική του μαστοριά, με την αστραφτερή, χυμώδη δημοτική γλώσσα του. Στα περισσότερα ο συγγραφέας τους δείχνει απλόχερα (αλλά χωρίς να επιδεικνύει) την πολυμάθειά του και ειδικά την αρχαιομάθειά του. Κατά τη γνώμη μου, τα κείμενα του τόμου αυτού τοποθετούν τον Βάρναλη στην κορυφή των μεγάλων και του χρονογραφήματος.
Ακριβώς επειδή ο Βάρναλης συνηθίζει να διανθίζει τα χρονογραφήματά του με παραθέματα στίχων και φιλολογικές αναφορές, ο επιμελητής έχει πολλή δουλειά να κάνει, κι έτσι στα «Αττικά» απαιτήθηκαν εκατοντάδες υποσημειώσεις -ελπίζω να μην έχω κάνει πολλά λάθη.
Το βιβλίο έχει πολλές σελίδες, σχεδόν 600, οπότε μοιραία η τιμή του είναι τσουχτερή: 25 ευρώ, δηλαδή 22.5 με την έκπτωση. Δεν γινόταν όμως να τιμολογηθεί φτηνότερα, δεν έβγαινε. Ας πούμε ότι είναι ένα ωραίο δώρο για τις γιορτές -και εδώ μπορείτε να ξεφυλλίσετε ένα μέρος του βιβλίου, ώστε να πάρετε μια γεύση.
Βέβαια, μια γεύση έχετε ήδη πάρει, αφού έχω παρουσιάσει στο ιστολόγιο, ιδίως τα δυο-τρία τελευταία χρόνια, κάποια χρονογραφήματα του Βάρναλη που τελικά συμπεριλήφθηκαν στα «Αττικά» (παραδείγματος χάριν, για το Σαββατιανό σταφύλι, ή για τον Αντρίκο στην Αίγινα) ή, πιο πρόσφατα, για την Αυγουστιάτικη πανσέληνο) -και τις επόμενες μέρες θα παρουσιάσω κι άλλα χρονογραφήματα από τον τόμο που μόλις κυκλοφόρησε.
Πρέπει να πω ότι με τους εκδότες του Αρχείου έχουμε το σχέδιο να εκδώσουμε και άλλους τόμους χρονογραφημάτων του Βάρναλη, πάλι θεματικά οργανωμένους: Συμβάντα του αστυνομικού δελτίου, Της ταβέρνας και του καφενείου, χρονογραφήματα με γλωσσικό θέμα, φιλολογικά πορτρέτα κτλ. -αρκεί βέβαια να έχουμε δύναμη και αντοχή. Αλλά αυτό θα εξαρτηθεί και από το αν τα Αττικά βγάλουν τα έξοδά τους, ένα θέμα στο οποίο μπορείτε να βοηθήσετε κι εσείς!
Στις 19 Δεκεμβρίου, στις 7.30 το βράδυ, το βιβλίο θα παρουσιαστεί στον Παρνασσό, μαζί με τα άλλα καινούργια βιβλία του εκδοτικού οίκου Αρχείο. Θα μιλήσω και εγώ.
https://sarantakos.wordpress.com/2016/12/07/varnalis-8/